- phénylurée
-
Encyclopédie Universelle. 2012.
● phénylurée nom féminin Nom générique des dérivés de l'urée, qui servent à caractériser les amines au moyen de l'isocyanate de phényle.
Encyclopédie Universelle. 2012.
φαινυλουρία — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία παραγώγων τής ουρίας που σχηματίζονται κατά την επίδραση αμινών στους φαινυλοϊσοκυανικούς εστέρες, αντίδραση που επιτρέπει τον χαρακτηρισμό τών πρώτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phenyluree < phenyl (βλ.… … Dictionary of Greek